- περιουσιακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία: Ο νεοδιορισμένος δημόσιος υπάλληλος οφείλει να δηλώσει στην υπηρεσία του τα περιουσιακά του στοιχεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.