περιουσιακός

περιουσιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία: Ο νεοδιορισμένος δημόσιος υπάλληλος οφείλει να δηλώσει στην υπηρεσία του τα περιουσιακά του στοιχεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιουσιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία (α. «περιουσιακά στοιχεία» β. «περιουσιακές διαφορές») 2. φρ. α) «Περιουσιακό Δίκαιο» σύνολο νομικών διατάξεων οι οποίες ιδρύουν, αλλοιώνουν ή καταργούν δικαιώματα αποτιμητά σε χρήμα β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”